- σβεννύω
- σβέννυμιquenchpres subj act 1st sgσβέννυμιquenchpres subj act 1st sgσβέννυμιquenchpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σβεννύω — ΝΜΑ σβήνω νεοελλ. φρ. «σβεννύονται τα ιστία» ναυτ. πέφτουν τα πανιά λόγω εξασθένησης τού ανέμου μσν. αρχ. σβέννυμι* … Dictionary of Greek
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
συσβέννυμι — και συσβεννύω Α σβήνω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σβέννυμι/σβεννύω «σβήνω»] … Dictionary of Greek
ՇԻՋՈՒՑԱՆԵՄ — (ջուցի. ջո՛.) NBH 2 0479 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 14c ն. σβέννυμι, σβεννύω, ἁποσβέννυμι , κατασβεννύω extinguo, exstinguo. Տալ շիջանիլ. անցուցանել զճրագն. հեղձուցանել զհուր. դադարեցուցանել. բառնալ. մեռուցանել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)